- αρματωλια
- ἁρματωλίαἁρμᾰτωλία
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ἁρματωλία — ἁρματωλίᾱ , ἁρματωλία fem nom/voc/acc dual ἁρματωλίᾱ , ἁρματωλία fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁρματωλίας — ἁρματωλίᾱς , ἁρματωλία fem acc pl ἁρματωλίᾱς , ἁρματωλία fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)